Μετέτρεψαν το αυτοκίνητό τους σε σπίτι, τον σιδερένιο ουρανό του σε ταβάνι, τα καθίσματά του σε κρεβάτια. Εκεί κοιμάται στριμωγμένο ένα ζευγάρι μαζί με τις δύο κόρες του, ηλικίας 16 και 14 ετών.
Εκεί, κυριολεκτικά στον δρόμο, ανάμεσα σε ταμπλό, τιμόνι, χειρόφρενο και πορτμπαγκάζ σφραγίζεται η αποπνικτική καθημερινότητα μιας οικογένειας που το σοκ της πτώχευσης και της έξωσης την υποβίβασε αιφνιδιαστικά στην ανασφαλή κατάσταση του νεοάστεγου. Εκεί, πάνω σε τέσσερις ακινητοποιημένους τροχούς ένα άλλοτε αξιοπρεπές μέσο ελληνικό νοικοκυριό βιώνει την ανέχεια σαν τιμωρία για ένα έγκλημα που ποτέ δεν διέπραξε. Αυτοί οι άνθρωποι δεν γεννήθηκαν άστεγοι, δεν μεγάλωσαν στον δρόμο, δεν μετανάστευσαν από εξαθλιωμένες χώρες, δεν επέλεξαν από ιδιοτροπία να ζήσουν χωρίς τα αναγκαία και τα στοιχειώδη σε ένα επιβατικό αυτοκίνητο. Είναι συμπατριώτες μας που πάνω τους προβάλλεται με τον πιο απεχθή τρόπο η εκδήλωση της διάχυτης πενίας. Ανήκουν στη σημαντική μερίδας των δοκιμαζόμενων από την κρίση Ελλήνων που στα πρόσωπά τους καθρεφτίζονται η ματαίωση των προσδοκιών, το άνυδρο μέλλον, ο κοινωνικός αποκλεισμός. Είναι εκείνο το ηττημένο κομμάτι της κοινωνίας που, όπως υπενθυμίζει αποθαρρυντικά η έκθεση της Βουλής για τη φτώχεια, αντιμετωπίζει πρωτοφανή για καιρό ειρήνης οικονομική καταστροφή και υφίσταται με πρωτόγνωρη βιαιότητα την απειλή της αποσάθρωσής του.
Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι που σήμερα ρίχνονται στον Καιάδα της κοινωνικής ζωής σαν τα άχρηστα εξαρτήματα μιας ελαττωματικής μηχανής, μέχρι χθες δεν υπέφεραν καν. Είχαν σπίτι, δουλειά, ευπρέπεια και το υπερήφανο ανάστημα που τους χάριζε η αξιοπρεπής εργασιακή τους κατάσταση και η μαθησιακή πρόοδος των μικρών παιδιών τους. Η Μαρία και ο Νίκος, ένα ζευγάρι από το Ηράκλειο Αττικής, μπορεί να μην έζησαν ποτέ με πολυτέλεια, διέθεταν όμως πάντα τα βασικά, ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι και μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους. Το σπίτι τους δεν ήταν το μεγαλύτερο του κόσμου, αλλά ήταν ζεστό, φιλόξενο, πλημμυρισμένο από τρυφερότητα και αγάπη και φωτισμένο από τα χαμόγελα των δύο παιδιών τους.
Ο πατέρας εργαζόταν σε αρτοβιομηχανία και η μητέρα ως σχολική τροχονόμος, ενώ στο παρελθόν είχε δουλέψει και ως τηλεφωνήτρια σε ραδιοταξί. Τα έφερναν βόλτα με σωστό οικονομικό κουμάντο, δίχως πολυέξοδες υπερβολές. Κατάφεραν το 2010 να αγοράσουν ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο 20ετίας, ένα ταλαιπωρημένο Rover, για κάποιες μικρές μετακινήσεις, μια βόλτα με τα παιδιά.
Δεν φαντάζονταν τότε ότι απειλούνταν από την απόλυτη υποβάθμιση των υλικών συνθηκών της ζωής τους. Δεν διανοούνταν ότι κινδύνευαν, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, να μεταβούν βίαια από το στάτους του μικρομεσαίου στην κατάσταση του νεόπτωχου. Εβλεπαν μεν τα οικονομικά ζόρια να πυκνώνουν στη γειτονιά, στους φίλους, στους συγγενείς που τους προϊδέαζαν για τα χειρότερα, αλλά έλπιζαν. Νέοι και προκομμένοι ήταν, θα τα ξεπερνούσαν.
Θύματα της κρίσης
Ολα αυτά μέχρι το 2012. Τότε ακριβώς η αρτοβιομηχανία όπου δούλευε ο σύζυγος έκλεισε χτυπημένη από την κρίση κι εκείνος βγήκε στην ανεργία. Εναν χρόνο μετά έχασε τη δουλειά της και η σύζυγός εξαιτίας περικοπών. Ανασκουμπώθηκαν. Το πρώτο διάστημα, έστω στριμωγμένοι, κατάφεραν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους χάρη στην αποζημίωση από τη δουλειά τους. Ο καιρός όμως περνούσε, η ανεργία μεγάλωνε, τα χρήματα λιγόστευαν δραματικά και οι δυσχέρειες αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Το αγκομαχητό για να τα βγάλουν πέρα γινόταν αφόρητα πιεστικό. Δεν το έβαλαν κάτω. Δεν υποτάχθηκαν μοιρολατρικά στην ανεργία και την εξαφάνιση του εισοδήματός τους.
Προσπάθησαν να βρουν μια χαραμάδα επισφαλούς προσωρινής απασχόληση για να αγοράσουν το ψωμί των παιδιών τους. Μπροστά τους, όμως, έβρισκαν ερμητικά κλειστές τις πόρτες. Χώρια που τα μαξιλάρια των άλλοτε κοινωνικών βοηθημάτων και των προνοιακών δομών είχαν πια ξεπουπουλιαστεί. Περήφανοι καθώς ήταν και οι δύο, δεν θέλησαν να στραφούν στην προσωρινή βοήθεια της συμπονετικής φιλανθρωπίας, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν είναι το αποτελεσματικότερο εργαλείο διαχείρισης -πόσο μάλλον αντιμετώπισης- της φτώχειας. Περιέκοψαν λοιπόν ό,τι μπορούσαν, αλλά η τραυματική διαδρομή επί δυόμισι χρόνια στον Γολγοθά της ανεργίας εξαΰλωνε βήμα-βήμα τον τυπικά ασφαλή πρότερο βίο τους.
Μόλις πριν από τέσσερις μήνες ο εργασιακά μετέωρος πατέρας βρήκε δουλειά σε ένα περίπτερο με μισθό 300 ευρώ τον μήνα, το μόνο εισόδημα που έχει η οικογένεια σήμερα. Πρόκειται για ένα ποσό ασήμαντο, που δεν φτάνει καν για να καλύψει τις βασικές ανάγκες ενός τετραμελούς νοικοκυριού. Ευάλωτοι οικονομικά, έμελλε να καταβυθιστούν ακόμα πιο οδυνηρά στο αδυσώπητο σπιράλ της φτώχειας. Πριν από έναν μήνα ο ιδιοκτήτης του σπιτιού όπου έμεναν τους έκανε έξωση, καθώς είχαν συσσωρευτεί απλήρωτοι λογαριασμοί μηνών. Οι επιλογές τους ήταν πλέον μετρημένες ώσπου κατέληξαν στον μονόδρομο. Αφού έμειναν προσωρινά σε συγγενικό τους άτομο, στη συνέχεια αποφάσισαν, κουρασμένοι, ζαρωμένοι και κατηφείς, να «μετακομίσουν» σε εκείνο το παλιό αυτοκίνητο που είχαν κάποτε αγοράσει για τις ξένοιαστες εκδρομές που ονειρεύονταν. Και ως αποσυνάγωγοι του κόσμου της εργασίας, στο περιθώριο της συνήθους κοινωνικής ζωής εξαναγκάστηκαν να μετατρέψουν την καμπίνα του σιδερένιου τετράτροχου κουβούκλιου σε νέο τους σπίτι, βιώνοντας πρωτόγνωρα μια επώδυνη υλική και ψυχική εμπειρία.
Οι γονείς έστρωσαν σεντόνια, κουβέρτες και μαξιλάρια για να κοιμούνται τα βράδια, κάλυψαν τα παράθυρα με φελιζόλ και πετσέτες, έβαλαν μια γλαστρούλα στο ταμπλό του παρμπρίζ του αυτοκινήτου για να θυμίζει το μπαλκόνι τους, ενώ πήραν μαζί και τον γάτο τους, τον Εντι. Σαν να ’θελαν με μικρές αισθητικές παρεμβάσεις να ξεγελάσουν την ήττα που σημάδευε προσωρινά, όπως θέλουν να πιστεύουν, τη ζωή τους. Οσο όμως και αν προσπάθησαν να διασκεδάσουν την οικονομική τους εξαθλίωση, η πραγματικότητα ξεγυμνωνόταν μέσα από τα δακρυσμένα μάτια των παιδιών τους. «Οταν είπα στις δύο κόρες μου ότι θα πρέπει να μείνουμε στο αυτοκίνητο, έβαλαν τα κλάματα. Δεν περίμενα ποτέ ότι στα 49 μου χρόνια θα φτάσω σε αυτή την κατάσταση. Είχαμε ένα ευπρεπέστατο σπίτι, το μαγειρεμένο φαγητό μας, πληρώναμε φροντιστήρια για τα παιδιά μας και τους προσφέραμε ό,τι μπορούσαμε. Περιμέναμε ότι περνώντας τα χρόνια θα υπάρξουν δυσκολίες, όχι όμως ότι θα βρισκόμασταν στον δρόμο», δηλώνει στο «ΘΕΜΑ» η Μαρία. Οσο για το τι τρώνε, «η σωστή ερώτηση είναι “κάθε πότε τρώμε”. Και η απάντηση είναι “κάθε δύο με τρεις ημέρες”, όταν θα καταφέρει να φέρει φαγητό ο σύζυγός μου ή θα μας δώσει κάποιος γείτονας».
Η εικόνα της πενιχρής διαβίωσης μιας τετραμελούς οικογένειας με ανεπαρκή διατροφή και ατελέστατη υγιεινή σε ένα καθηλωμένο αυτοκίνητο δεν μοιάζει με εκείνες τις απόμακρες και καταχωνιασμένες μνήμες της φτωχής Ελλάδας των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Δεν φέρνει καν στις σεκάνς των ασπρόμαυρων ταινιών της εποχής του ’50 που απεικόνιζαν τις ταπεινές αυλές με τις μίζερες χαμοκέλες, τις από κοινού μπουγάδες σε μια σκάφη και το κοινόχρηστο αποχωρητήριο. Είναι παράλογα ξένες, βγαλμένες σαν από το κραχ του ’29 στην Αμερική, γι’ αυτό και πέρα από ντροπιαστικές είναι ακατανόητες σήμερα. Κι όμως, αυτές οι εικόνες υπάρχουν για να επιβεβαιώσουν κυνικά ότι τα θύματα μιας χρεοκοπημένης κοινωνίας δεν είναι μόνο αριθμοί αλλά άνθρωποι.
«Είναι επικίνδυνα όταν νυχτώνει»
Το πρώτο βράδυ που πέρασε η οικογένεια στο αυτοκίνητο ήταν και το πιο δύσκολο ψυχολογικά. Ο πατέρας κοιμήθηκε στη θέση του οδηγού, η 16χρονη Φαίη σε εκείνη του συνοδηγού, ενώ η μικρότερη, η Κατερίνα, η οποία πάσχει από κληρονομικό μεταβολικό νόσημα, ξάπλωσε στα πίσω καθίσματα. Η μητέρα πέρασε τη νύχτα ως άγρυπνος φρουρός σε ένα παγκάκι, δίπλα από το αυτοκίνητο. «Ενα βράδυ ήρθαν κάτι νεαροί με μηχανές και άρχισαν να χτυπάνε το αυτοκίνητο και να φωνάζουν. Φοβήθηκαν οι κόρες μου. Είναι επικίνδυνα έξω όταν νυχτώνει». Εκτοτε, όταν ξημερώνει, τα δύο κορίτσια ετοιμάζονται για το σχολείο τους. Η Φαίη πηγαίνει σε Τεχνικό Λύκειο έχοντας όνειρο να γίνει τεχνολόγος τροφίμων και ποτών.
Η Κατερίνα είναι μαθήτρια Γυμνασίου και λατρεύει την Ιστορία, το βιβλίο της οποίας διαβάζει συχνά στο κάθισμα του συνοδηγού. Με δυσκολία ενημερώνεται για τις συγκλονιστικές εξελίξεις από την ανασκαφή στην Αμφίπολη, αφού ούτε τηλεόραση έχει, ούτε υπολογιστή, ενώ «ψαρεύει» κάποια πληροφορία από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στα περίπτερα. «Διαβάζω τα μαθήματά μου, αλλά είναι δύσκολο υπό αυτές τις συνθήκες. Είναι χάλια. Χθες ξύπνησα στις 4 το πρωί και βγήκα από το αυτοκίνητο για να κάνω παρέα στη μητέρα μου που είχε ξαπλώσει στο παγκάκι», λέει η μικρή Κατερίνα, η οποία αναγκάζεται καθημερινά να περπατήσει 45 λεπτά για να φτάσει στο σχολείο της, αφού δεν έχει χρήματα ούτε για το εισιτήριο του λεωφορείου. Το μόνο που ζητάει αφοπλιστικά είναι «ένα σπίτι και την ησυχία μου για να μπορώ να διαβάσω τα μαθήματά μου», ενόσω οι αντοχές λιγοστεύουν και τα πρώτα κρύα του χειμώνα πλησιάζουν.
Πηγή:protothema
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου