Τα
μάτια σου τα όμορφα τα φρύδια σ’ τα γραμμένα
και
τα σγουρά σου τα μαλλιά τα καλοχτενισμένα,
τα
είδα και τα ζήλεψα και θέλω να τα πάρω
Μέσα στο
κύλισμα του χρόνου οι γενιές των ανθρώπων περνούν σαν διαβατάρικα πουλιά και
γράφουν με το φανέρωμά τους τη δοξασμένη ή άδοξη ιστορία τους, που μένει πάντα
ριζωμένη στον τόπο τους.
Την αποθέτουν
ως παρακαταθήκη στο τοπικό τους θησαυροφυλάκιο, όπου παραμένει ως υλικό
πολύτιμων εμπειριών, σκέψεων και γνώσεων, για όσους περπατάνε πίσω τους.
Η ελληνική φυλή έζησε πάνω σε τούτο το ακρωτήρι της γης που ονομάζεται
Ελλάδα και μεγαλούργησε στο μακροχρόνιο περπάτημά της.
Το τραγούδι
συνόδευσε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του Έλληνα.
Τραγούδησε ο
Έλληνας την αγάπη για το χώμα που πατούσε.
Τραγουδώντας
έδειχνε τις λαβωματιές του και ακόμη, όταν ήταν πεινασμένος ή λυπημένος ή
διψασμένος, με το τραγούδι ξεθύμαινε και απάλυνε τους πόνους του και χάιδευε
τους καημούς του.
Αυτό έγινε
και με τη γυναικεία ομορφιά.
Η γυναικεία
ομορφιά κατέχει ιδιάζουσα θέση στην ιστορία του ελληνικού πολιτισμού.
Η γυναίκα στο δημοτικό τραγούδι ως κόρη, νύφη, σύζυγος, αδελφή θαυμάστηκε
και η ομορφιά της θεωρήθηκε κύρια αρετή .
Αντικείμενα
θαυμασμού στα δημοτικά τραγούδια, εκτός από τη συνολική εικόνα ομορφιάς που
δίνει η κόρη είναι μεμονωμένα μέρη και σημεία του σώματος: κορμί, κεφάλι,
μαλλιά, πρόσωπο, μάτια, χέρια κλπ.
Η
ομορφιά λειτουργεί συνεκδοχικά –το
μέρος αντί του όλου- αλλά πρόκειται, βέβαια, για ένα μέρος άξιο να εκπροσωπήσει
το όλο. Η
Γενικά στη
λογοτεχνία τα μάτια υμνήθηκαν και στην ουσία το μάτι είναι το αισθητήριο
όργανο της όρασης με το οποίο, πολλές φορές, εκδηλώνεται ο παράφορος
έρωτας.
Χαρακτηριστικό
είναι το ποίημα, Μιλώ του Γιώργου Σαραντάρη.
Μιλώ -
Γιώργος Σαραντάρης
Μιλῶ γιατὶ ὑπάρχει ἕνας οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει
Μιλῶ γιατὶ μιλοῦν τὰ μάτια σου
Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν
Τὰ μάτια σου μιλοῦν ἐγὼ χορεύω
Λίγη δροσιὰ μιλοῦν κι ἐγὼ χορεύω
Λίγη χλόη πατοῦν τὰ πόδια μου
Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει
Μιλῶ γιατὶ ὑπάρχει ἕνας οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει
Μιλῶ γιατὶ μιλοῦν τὰ μάτια σου
Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν
Τὰ μάτια σου μιλοῦν ἐγὼ χορεύω
Λίγη δροσιὰ μιλοῦν κι ἐγὼ χορεύω
Λίγη χλόη πατοῦν τὰ πόδια μου
Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει
Και ο
Νικηφόρος Βρεττάκος. Γι’ αυτόν τα μάτια της γυναίκας είναι ο κόσμος όλος.
Βρήκα μέσα στα μάτια σου τα βιβλία που δεν έγραψα.
Θάλασσες. Κόσμους. Πολιτείες. Ορίζοντες. Κανάλια.
Βρήκα τ’ αυτοκρατορικά όρη της γης κι απάνω τους
τις δύσες με τα κόκκινα σύννεφα. Τα μεγάλα
ταξίδια που δεν έκαμα βρήκα μέσα στα μάτια σου…
Βρήκα μέσα στα μάτια σου τον πόλεμο τελειωμένο.
Πολλοί
ποιητές έχουν γράψει, και μάλιστα αριστουργήματα, για τα γυναίκεια
μάτια. Αλλά, εμείς στο δημοτικό τραγούδι…
Τα μάτια της
γυναίκας επαινέθηκαν ιδιαίτερα από τη λαϊκή μούσα.
«Είναι το
θέλγητρο της γυναίκας, που τραγουδήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο. Χίλια
επίθετα έχουν βρεθεί για να παινέσουν τα μάτια από τον λαϊκό τραγουδιστή….
Η δόξα των
ματιών οφείλεται κυρίως στο ρόλο που έχουν στον έρωτα.
Η αγάπη
αντανακλάται στα μάτια,
βρίσκει
σημείο αναφοράς στα μάτια,
πιάνεται απ’
αυτά και πορεύεται στα χείλη,
για να
εγκατασταθεί πια και να ‘βρει το βασιλικό του θρόνο στην καρδιά.
Είναι δηλαδή
ο καθρέπτης της ψυχής στην ικανότητά του να πιάνει την αγάπη, όπως λέει
και το τραγούδι:
Εμπάτε
αγόρια στο χορό κορίτσια στα τραγούδια,
Να δείτε
και να μάθετε πώς πιάνεται η αγάπη.
Από τα
μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει
Κι από τα
χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει.
Ανάλογα με
την ερωτική διάθεση που προκαλούν, τα μάτια είναι: όμορφα, ερωτικά, γλυκά,
ζαχαρένια, βελουδένια, μαύρα, γαλανά, τσακίρικα, σαν
μαγνήτες, σαν ελιά.
Βρίσκονται-ιεραρχικά- στην πρώτη θέση της ομορφιάς και συνιστούν την κύρια
αιτία –τα όμορφα πάντα μάτια- της επιλογής του ανδρός.
Τα μάτια
σου τα όμορφα
Τα μάτια
σου τα όμορφα τα φρύδια σ’ τα γραμμένα
και τα
σγουρά σου τα μαλλιά τα καλοχτενισμένα,
τα είδα
και τα ζήλεψα και θέλω να τα πάρω
στη μάνα
σου τα γύρεψα
και μούπε
χάρισμά σου
Στον
αξιολογικό πίνακα της ομορφιάς, πάντοτε είναι μπροστά τα γλυκά μάτια.
Μάτια γλυκά,
στόμα μικρό, πρόσωπο ζαχαρένιο, ξανθά μαλλιά στην κεφαλή, κορμί ζωγραφισμένο.
Όλα αυτά
συνιστούν ένα πρόσωπο που μοιάζει με την Παναγία. Όλοι την
προσκυνούν κι όλοι
την ερωτεύονται.
Τα καναρίνια
την αυγή, γλυκά γλυκά λαλούνε
Και δίνουνε
παρηγοριά σ’ εκείνους π’ αγαπούνε.
Ζάχαρη ψιλή
τριμμένη, στα στηθάκια σου απλωμένη
Μάτια γλυκά,
στόμα μικρό, πρόσωπο γιε μου ζαχαρένιο
Ξανθά μαλλιά
στην κεφαλή, κορμί γιε μου ζωγραφισμένο…
(Για τους λάτρεις της Δημοτικής μουσικής συνιστώ την εκτέλεση με τη φωνή
του Γιάννη Παπακώστα).
Το δημοτικό
τραγούδι - στο σύνθετο με τα μάτια επίθετο κυρίως- επιμένει να εκδηλώνει
τη γυναικεία ομορφιά. Έτσι έχουμε: γαλανομάτα,
καταγάλανη, γαλανούλα, κρασογαλανή,
μαυρομάτα, μαυροματούσα, μαυροματού, μπιρμπιλομάτα, παρδαλομάτα,
παιχνιδοματούσα, τσακιρομάτα
Σε ποιον δεν
ερχεται στο νου το δημοτικό τραγούδι: « Ξύπνα
περδικομάτα μου» Το τραγουδούσε το ψίκι του γαμπρού, όταν
έφτανε στο σπίτι της νύφης για να την πάρουν για το γάμο.
Δεν είναι
ακριβώς τσάμικο, γι αυτό... Είναι ιδιόμορφος χορός (που μοιάζει με τσάμικο) και
παρουσιάζει πολλές παραλλαγές από περιοχή σε περιοχή.
Τραγουδιέται και
χορεύεται σ’ όλη την Ήπειρο.
Ξύπνα
περδικομάτα μου μωρέ,
κι `ρθα στο μαχαλά σου.
Χρυσά στολίδια σου `φερα μωρέ,
να πλέξεις στα μαλλιά σου.
Κι αν ήρθες καλοσώρισες μωρέ,
ας έκανες και κόπο.
Ήρθες και μας ομόρφυνες μωρέ,
τον άσχημο τον τόπο.
Δεν το `ξερα λεβέντη μου μωρέ,
πως ήρθε η αφεντιά σου.
Να πεταχτώ σαν πέρδικα μωρέ,
να `ρθω στην αγκαλιά σου.
Νάζια σου κάνω μάτια μου,
και να με συμπαθήσεις.
Το ακρινό παράθυρο,
απόψε μην το κλείσεις.
Κι άλλη μια χάρη σου ζητώ,
θα σε παρακαλέσω.
Ώρε στο στρώμα που κοιμάσαι εσύ,
να `ρθω κι εγω να πέσω.
κι `ρθα στο μαχαλά σου.
Χρυσά στολίδια σου `φερα μωρέ,
να πλέξεις στα μαλλιά σου.
Κι αν ήρθες καλοσώρισες μωρέ,
ας έκανες και κόπο.
Ήρθες και μας ομόρφυνες μωρέ,
τον άσχημο τον τόπο.
Δεν το `ξερα λεβέντη μου μωρέ,
πως ήρθε η αφεντιά σου.
Να πεταχτώ σαν πέρδικα μωρέ,
να `ρθω στην αγκαλιά σου.
Νάζια σου κάνω μάτια μου,
και να με συμπαθήσεις.
Το ακρινό παράθυρο,
απόψε μην το κλείσεις.
Κι άλλη μια χάρη σου ζητώ,
θα σε παρακαλέσω.
Ώρε στο στρώμα που κοιμάσαι εσύ,
να `ρθω κι εγω να πέσω.
Ειδική μνεία
πρέπει να κάνουμε και για το χρώμα των ματιών. Προτιμώνται τα μαύρα και τα
γαλανά. Έτσι, έχουμε λιόμαυρα, ολόμαυρα, ζωγραφισμένα, μπιρμπιλά, τσακίρικα
(γαλανομάτικα), καταγάλανα.
Στα μαύρα
μάτια χάνομαι, στα γαλανά ποθαίνω
Κι αν πεις
για τα τσακίρικα τη γης σκίζω και μπαίνω
Ή
Διψούν οι
κάμποι για νιρό και τα βουνά για χιόνια,
και τα γιράκια
για πουλιά κι εγώ, Ρήνω, για σένα,
για δυο
ματάκια σ’ ολόμαυρα, για δυο ζωγραφισμένα.
Ποιος ή ποια
δεν τραγούδησε ή δεν χόρεψε τα:
Μαύρα
μάτια στο ποτήρι
γαλανά στο
παραθύρι.
-Δώσ’ τα
μου, καλέ κοντούλα
Δώσ’ τα
μου να τ’ αγοράσω
κι ό,τι
έχω ας το χάσω.
Κι ακόμα
Δυο μαύρα
μάτια αγαπώ
Σε ποιονε
Χρύσω να το πω.
Μια
βλαχοπούλα αγαπώ
πόχει του
βουνού τη χάρη
και τη
λάμψη απ’ το φεγγάρι.
Δυο μαύρα
μάτια αγαπώ
σταμάτα
ήλιε να στο πω.
Ήλιε μια
κόρη λαχταρώ
με δυο
χείλη φλογισμένα
πιο θερμά
και από σένα.
Δυο μαύρα
μάτια αγαπώ
το έμαθε
όλο το χωριό
κι απ’ την
πλατεία σαν περνώ
οι
λεβέντες με καμάρι
λένε
μπράβο παλληκάρι
Να μην
παραλείψουμε και το Ωραίο δημοτικό τραγούδι που ο υποτιθέμενος εραστής
απευθύνεται στη Μαυρομάτα και διατυπώνει λόγια σεμνά και ερωτικά.
Απόψε
μαυρομάτα μου, θα κοιμηθούμ' αντάμα,
ρίξε τα στρώματα διπλά, διπλά τα μαξιλάρια
ρίξε τα στρώματα διπλά, διπλά τα μαξιλάρια
Και γω θα ρθω
τη χαραυγή
Που είναι
γλυκός ο ύπνος
Γιατί απόψε
κούκλα μου
Μαζί θα
παντρευτούμε
Το αποδίδουν μελωδικότατα οι Λαλητάδες
Επίσης υπάρχει
λαϊκό τραγούδι που η λέξη ματάκια μου επαναλαμβάνεται τέσσερις εν συνόλω φορές.
(Μια εξαιρετική εκτέλεση από τον Αρκαδόπουλο στo κλαρίνο.Τραγουδά
μοναδικά, όπως πάντα, ο Παπακώστας.)
Απόψε κρύο
έκανε, κρύο και τραμουντάνα,
και οι
βρύσες κρουσταλλιάσανε
και σεις
περιβολάκια μου με τ’ άνθη στολισμένα,
μην είδατε
τον αρνητή τον ψεύτη της αγάπης…
Ακόμα
Τα μαύρα
μάτια το πρωί
δεν πρέπει
να κοιμούνται
πρέπει να
είναι ξάγρυπνα
ΚΑΙ ΝΑ
ΓΛΥΚΟΦΙΛΙΟΥΝΤΑΙ !!!!!!!!
Το τραγουδούν
και το χορεύουν οι μερακλήδες χαράματα.
Στο
γλυκοχάραμα τσ’ αυγής που τα πουλιά ξυπνούνε
Οι
μερακλήδες του ντουνιά πάνε να κοιμηθούνε.
Όλοι οι ερωτευμένοι του χωριού μ’ αυτό το τραγούδι εκφράζουν τον έρωτά τους, την καψούρα τους, όπως λένε. Στα χαράματα στήνεται το χοροστάσι των ερωτευμένων.
Όλοι οι ερωτευμένοι του χωριού μ’ αυτό το τραγούδι εκφράζουν τον έρωτά τους, την καψούρα τους, όπως λένε. Στα χαράματα στήνεται το χοροστάσι των ερωτευμένων.
Στα όμορφα
μάτια εκδηλώνεται –αποτυπώνεται η αγάπη που να οδηγεί τον ερωτευμένο ακόμη και
στον θάνατο. Χαρακτηριστική είναι η ερωτική εξομολόγηση στο Δήμο.
Αυτά τα
μάτια Δήμο μ’ τα όμορφα
τα φρύδια σ’ τα γραμμένα, γεια σ’ αγάπη μ’ γεια σου
τα φρύδια σ’ τα γραμμένα, σε κλαίν τα μάτια μου
Αυτά με κάνουν Δήμο μ’ κι αρρωστώ
με κάνουν και πεθαίνω, γεια σ’ αγάπη μ’ γεια σου
με κάνουν και πεθαίνω, σε κλαίν τα μάτια μου
Για πάρε Δήμο μ’ το σπαθάκι σου
και κόψε το λαιμό μου, γεια σ’ αγάπη μ’ γεια σου
και κόψε το λαιμό μου, σε κλαίν τα μάτια μου
Για μάσε Δήμο μ’ και το αίμα μου
σ’ ένα χρυσό μαντήλι, γεια σ’ αγάπη μ’ γεια σου
σ’ ένα χρυσό μαντήλι, σε κλαίν τα μάτια μου
Και σύρ’ το Δήμο μ’ στα εννιά χωριά
στα δέκα βιλαέτια, γεια σ’ αγάπη μ’ γεια σου
στα δέκα βιλαέτια, σε κλαίν τα μάτια μου
Κι αν σε ρωτήσουν Δήμο μ’ τι έχεις αυτού;
το αίμα της αγάπης, γεια σ’ αγάπη μ’ γεια σου
το αίμα της αγάπης, σε κλαίν τα μάτια μου
τα φρύδια σ’ τα γραμμένα, γεια σ’ αγάπη μ’ γεια σου
τα φρύδια σ’ τα γραμμένα, σε κλαίν τα μάτια μου
Αυτά με κάνουν Δήμο μ’ κι αρρωστώ
με κάνουν και πεθαίνω, γεια σ’ αγάπη μ’ γεια σου
με κάνουν και πεθαίνω, σε κλαίν τα μάτια μου
Για πάρε Δήμο μ’ το σπαθάκι σου
και κόψε το λαιμό μου, γεια σ’ αγάπη μ’ γεια σου
και κόψε το λαιμό μου, σε κλαίν τα μάτια μου
Για μάσε Δήμο μ’ και το αίμα μου
σ’ ένα χρυσό μαντήλι, γεια σ’ αγάπη μ’ γεια σου
σ’ ένα χρυσό μαντήλι, σε κλαίν τα μάτια μου
Και σύρ’ το Δήμο μ’ στα εννιά χωριά
στα δέκα βιλαέτια, γεια σ’ αγάπη μ’ γεια σου
στα δέκα βιλαέτια, σε κλαίν τα μάτια μου
Κι αν σε ρωτήσουν Δήμο μ’ τι έχεις αυτού;
το αίμα της αγάπης, γεια σ’ αγάπη μ’ γεια σου
το αίμα της αγάπης, σε κλαίν τα μάτια μου
Όλες οι
μελαχρινές και οι μαυρομάτες ρούσε ς γαλανομάτες
Όλες οι
μελαχρινές και οι μαυρομάτες
ρούσες γαλανομάτες
Όλες φιλί μου δώσανε η μια δε μου το δίνει
πολύ καημό μ’ αφήνει
Όταν τη βλέπω κι έρχεται απ’ το μεγάλο δρόμο
μαραίνομαι και λειώνω
Μου `βαλε πόνο στη καρδιά και δεν μπορώ να γιάνω
θα πέσω να πεθάνω
Θα πάρω την απόφαση να πάω στο χωριό της
στο σπίτι το δικό της
Και θα το πω στη μάνα της γαμπρό της να με κάνει
ν’ αλλάξουμε στεφάνι
ρούσες γαλανομάτες
Όλες φιλί μου δώσανε η μια δε μου το δίνει
πολύ καημό μ’ αφήνει
Όταν τη βλέπω κι έρχεται απ’ το μεγάλο δρόμο
μαραίνομαι και λειώνω
Μου `βαλε πόνο στη καρδιά και δεν μπορώ να γιάνω
θα πέσω να πεθάνω
Θα πάρω την απόφαση να πάω στο χωριό της
στο σπίτι το δικό της
Και θα το πω στη μάνα της γαμπρό της να με κάνει
ν’ αλλάξουμε στεφάνι
Ατέλειωτη η
απαρίθμηση…
Γράφει ο Κίτσος ο Αθαμάνας
Γράφει ο Κίτσος ο Αθαμάνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου