Του
Τάσου Βασιλείου
Παραμονές
των Χριστουγέννων η γιαγιά μου πάντα με συμβούλευε να μην πηγαίνω ποτέ κατά το
Βαμπιάκο τα πρόβατά μας. Ο Βαμπιάκος είναι ένα στενό πέρασμα από το λάκκο της Τζιώγκας
προς το χωριό και τα βράδια λόγω του πηχτού λόγγου από γράβα και πουρνάρια ήταν
φοβερός. Μου έλεγε λοιπόν να μην τα περνάω από κει όλο το δωδεκαήμερο -από τα
Χριστούγεννα ως τα Φώτα, γιατί έρχονταν οι σαταναραίοι με κουδούνια και
τενεκέδες που τα χτυπούσαν με πολλή δύναμη και άρπαζαν τα πρόβατα. Άσε που άμα
παρουσιάζονταν μπροστά μου και απολογιόμουν σαν με φώναζαν, θα μου έπαιρναν και
τη φωνή. Αλλά και να μην απολογιόμουν, αν τους έβλεπα θα τρόμαζα από την
ασχήμια τους. Κατάμαυροι με κέρατα και με ουρές, δεν ήταν άλλοι από τους
Καλικαντζαραίους που μαθαίναμε στο σχολείο. Μου έλεγε μάλιστα για να με πείσει
πιο πολύ για την ύπαρξή τους ότι την τάδε χρονιά πήραν τόσα πρόβατα του τάδε κι
ακόμα της ίδιας μια φορά, παραμονή Πρωτοχρονιάς, της άρπαξαν από μπροστά της
δυο δικά μας πρόβατα. Έτσι τα Χριστούγεννα κι όλες τις μέρες των γιορτών που με
τόση λαχτάρα περιμέναμε όλα τα παιδιά, επισκίαζαν ο φόβος των καλικαντζάρων που
ναι μεν στα βιβλία μας παρουσιάζονταν σαν υπάρξεις αστείες με τα διάφορα
καμώματά τους και τις μικροζημιές που κάνανε στα σπίτια, εδώ τέτοιες μέρες ο
ερχομός τους ήταν συμφορά για τους χωριανούς μας. Έτσι πίστευαν αυτοί κι εμείς
για πολλά χρόνια ώσπου αποκαλύφτηκε πως εκείνοι οι σαταναραίοι δεν ήταν άλλοι
από γνωστούς ζωοκλέφτες της περιοχής!!!
Το
βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων παρακολουθούσαμε με κατάνυξη κοντά
στη
γωνιά τη μάνα μας που έφτιαχνε στο σιάρτη τις πελώριες τηγανίτες, τα σπάργανα
του Χριστούλη που γεννιόταν εκείνο το βράδυ. Ο σιάρτης ήταν ένα μεγάλο τηγάνι
ελαφρά κυρτό χωρίς το κλείσιμο γύρω γύρω του γνωστού μας τηγανιού. Σε μια
τέντζερη είχε το κουρκούτι και μ ένα αδράχτι που στην άκρη του ήταν τυλιγμένο
λίγο πανί, άλειφε όλη την επιφάνειά του
με λίγο λάδι, έτσι για τον όρκο όπως λέγανε, έριχνε αμέσως και μια
κουταλιά κουρκούτι κι όπως ο σιάρτης ήταν συνέχεια πάνω στα κάρβουνα, στη
στιγμή ψήνονταν οι τηγανίτες. Μας έδινε κι από μια, ρίχναμε πάνω της λlγη ζάχαρη, τη διπλώναμε και την
ξαναδιπλώναμε και την τρώγαμε με μεγάλη ευχαρίστηση. Αυτό ήταν και το βραδινό
μας. Να κοιμηθούμε ελαφρά, όπως μας έλεγε, για να σηκωθούμε τη νύχτα προς τα
ξημερώματα για να πάμε στην εκκλησία να μεταλάβουμε και στο γύρισμα, το
ευλογημένο τραπέζι το χριστουγεννιάτικο, μας περίμενε. Η νηστεία η σαραντάημερη
μάς ξελήγωνε κι εκείνη τη νύχτα την τελευταία, βλέπαμε τα πιο γλυκά όνειρα. Όχι
βέβαια δώρα με αυτοκινητάκια κούκλες και τρενάκια. Τέτοια πράματα μας ήταν
άγνωστα, αλλά το νοστιμότατο καλομαγειρεμένο κρέας βραστό με πράσα και το
λαχταριστό επιδόρπιο με τις ζεματιστές
τηγανίτες. Ώ εκείνες οι τηγανίτες ήταν πραγματική απόλαυση. Και τις έφτιαχνε
τόσο ωραία η μάνα μας. Τις έβαζε στο μεγάλο ταψί μία μία και ανάμεσά τους λίγη
ζάχαρη και καρύδια τριμμένα και στο τέλος έριχνε το ζεματιστό νερό. Μάχη
ολόκληρη έδινα με τις αδερφές μου με το κουτάλι που προσπαθούσα να το γεμίζω
γρήγορα γρήγορα για να προλάβω να καταβροχθίσω όσο μπορούσα περισσότερες. Εκεί
στον τσακωμό που ακολουθούσε έμπαινε στη μέση η γιαγιά για να μας ξεχωρίσει.
Ντροπή σας, μας έλεγε να τσακώνεστε για τα σπάργανα του Χριστούλη!
Μετά
το γερό τραπέζι που λίγδωνε για τα καλά το άντερό μας, μαζευόμασταν στην
πλατεία όλα τα παιδιά και πήγαινε αντάρα ο κουτσολύκος, η σκλέντζα, η γουρούνα
- μπίκω τη λέγαμε και τόσα άλλα αυτοσχέδια παιχνίδια.
(από
την εφημερίδα ‘’το Καλοχώρι μας’’ Δεκέμβρης του 1978. Για να θυμηθείτε τα
Χριστούγεννα των παιδικών σας χρόνων!!)
Φίλες
και φίλοι,
Χρόνια
μας πολλά!.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου