Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Βιβλιοκριτική: Λένα Παπαδοπούλου "Ένα ταξίδι που όλο αρχίζει"

                                                                                        Λένα Παπαδοπούλου
                        Ένα ταξίδι που όλο αρχίζει                                      Μυθιστόρημα                                   Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2011.
                           του Κώστα Γ. Μαργώνη
    Το μυθιστόρημα, με τον γοητευτικό τίτλο «Ένα ταξίδι που όλο αρχίζει», αποτυπώνει ανάγλυφα την καθημερινότητα απλών ανθρώπων. Το ταξίδι, ένα αρχετυπικό μοτίβο, τόσο οικείο αλλά και τόσο μακρινό, παραπέμπει στη μοίρα των Ελλήνων με πρωταγωνιστή τον Οδυσσέα. Στο μυθιστόρημα της Λ. Παπαδοπούλου το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ, προφανώς γιατί κινείται στον αέναο κύκλο που εντός του δρα ο άνθρωπος.
    Η συγγραφέας επιλέγει την ab ovo αφηγηματική τεχνική. Η αφήγηση της ιστορίας ξεκινά από την αρχή, από ένα περιστατικό που θα αποτελέσει την αφετηρία του μυθιστορήματος. «Βαρβάκειος αγορά, Σάββατο πρωί, κόσμος πολύς»
(σ.7). Ο κεντρικός ήρωας, που με τον τρόπο του αυτοσυστήνεται, είναι ο Λευτέρης, υπάλληλος της Δ.Ε.Η., που είναι αναγκασμένος, μετά το χαμό της γυναίκας του, να μεγαλώνει τρία παιδιά. «Πώς έμπλεξα έτσι ο κιαρατάς; αναρωτήθηκε νευριασμένος. «Τί αμαρτίες πληρώνω; Εγώ μόνο την ησυχία μου ήθελα». Για άλλη μια φορά δεν ήξερε με ποιον να τα βάλει, που να ξεσπάσει μήπως νιώσει καλύτερα»
(σ.7). Με τον τρόπο αυτό προδιαγράφεται η ευθύγραμμη, σε μεγάλο βαθμό, αφήγηση, η λεπτομερειακή σειρά και διάταξη των γεγονότων. Ο κίνδυνος να γίνει κουραστική η εκτενής αφήγηση, εξαιτίας της γραμμικής τάξης, αναιρείται από τη σμίλευση, με τη δύναμη της περιγραφής, των χαρακτήρων του μυθιστορήματος.
    Το υπόστρωμα του μύθου, που εύλογα το υποθέτει ο αναγνώστης, είναι βιωματικό. Όλα όσα συμβαίνουν συγκροτούν την καθημερινότητα των ανθρώπων με τις ποικίλες διακυμάνσεις της. Η Λ. Παπαδοπούλου συνθέτει την πλοκή του μυθιστορήματος αντλώντας υλικό από την εμπειρία της, κινούμενη συνεχώς στο πεδίο του πιθανού και αληθοφανούς, αλλά με διάθεση να «μείνει πάση θυσία απέξω». Γι’ αυτό άλλωστε επέλεξε την αφήγηση χωρίς εστίαση, με μηδενική εστίαση.
    Ο Λευτέρης, που ζει πλέον με τα τρία παιδιά του στην Ηλιούπολη, συναντά τυχαία την Ταξιαρχώ, παλιά του συμμαθήτρια στο δημοτικό σχολείο και ερωμένη για ένα διάστημα. Η Ταξιαρχώ, επίσης κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, θύμα της μικρασιατικής καταστροφής, εγκαταστάθηκε με την οικογένεια της θείας της της Μαργίτσας και του θείου της του Παναγιώτη, προσφύγων κι αυτών, στο Νέο Φάληρο. Η προσφυγική της καταγωγή και η ιδιομορφία του χαρακτήρα της θα επηρεάσουν καθοριστικά, άλλοτε σε μικρό και άλλοτε σε μεγάλο βαθμό, τα πρόσωπα με τα οποία συνδέεται καθώς και την πορεία των γεγονότων. Η Λ. Παπαδοπούλου, διευθετώντας τα περιστατικά με βάση χρονικές και αιτιολογικές σχέσεις, καταφέρνει να φωτίσει πολυπρισματικά τα πρόσωπα, τον κοινωνικό χώρο, το ιστορικό και ιδεολογικό υπόβαθρο. Έτσι γίνονται αναφορές σε κρίσιμες περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας και, κυρίως, στον απόηχο των ιστορικών γεγονότων. Η επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου το 1935, η δικτατορία του Μεταξά, η Χούντα των συνταγματαρχών το 1967 και άλλα γεγονότα φωτίζουν πρόσωπα και ερμηνεύουν επιλογές ή συμπεριφορές. «Αμέσως κατάλαβε πως πάλι με την Ταξιαρχώ κάτι είχε συμβεί, αλλά δε στάθηκε ούτε στιγμή να την παρηγορήσει. «Εδώ πρέπει να γίνει τσαρέ», σκέφτηκε. Την πήγε στο σπίτι και όταν έμεινε μόνος άρχισε να βλαστημάει μέσα του για πολλοστή φορά τον Γεώργιο, τον Μεταξά, την προπαγάνδα τους, τους πανηγυρικούς τους, τις μεγαλοστομίες και τις βαρύγδουπες υπερβολές τους για την εξύμνηση του καθεστώτος και την ανακήρυξή του σε ιστορική στιγμή ισάξια του 1821, την απόφασή τους να σώσουν τη νεολαία, έστω και παρά τη θέλησή της, τα πάντα. Όλα και την ανηψιά του μαζί, αυτή τη σιχαμένη και αχάριστη κοπέλα, που στο άσχημο πρόσωπό της έβλεπε καθημερινά ό,τι σε ομαλές περιστάσεις η δημοκρατία απεχθάνεται. Όταν ξεθύμανε, γονάτισε μέσα στο σκοτάδι και προσευχήθηκε βαθιά στο Θεό να κάνει το θαύμα του και να τους απαλλάξει από όλους αυτούς. Και πρώτα πρώτα από την Ταξιαρχώ, αυτό το βρομερό και αχαριστό πλάσμα, αυτό το φίδι το κολοβό» (σ.31). Η αναζήτηση συναφειών μεταξύ του χρόνου του μυθιστορήματος και του ιστορικού χρόνου αναμφίβολα έχει πλεονεκτήματα δίνει βάθος στην αφήγηση, αιτιολογεί εν μέρει συμπεριφορές, προσεγγίζει πολυτροπικά τα γεγονότα. Ο θάνατος μάλιστα του Κλέωνα, του αδερφού της Ταξιαρχώς, στο Γράμμο κλείνει ένα κεφάλαιο της ζωής της και ταυτόχρονα ανοίγει ένα άλλο, χωρίς τελειωμό. Το δίπολο απουσία-παρουσία του αδερφού κυριαρχεί στη ζωή της Ταξιαρχώς και εκτείνεται στις σχέσεις της με τους άλλους.
    Χωρίς αμφιβολία, στο μυθιστόρημα της Λ. Παπαδοπούλου αποτυπώνεται η πολυπλοκότητα της ζωής και η συνθετότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Στον πυρήνα τής αφήγησης βρίσκονται ο Λευτέρης και η Ταξιαρχώ. Γύρω από τα κεντρικά αυτά πρόσωπα υφαίνονται γεγονότα, προβλήματα, προσδοκίες, θάνατοι. Και η ιστορία εμπλουτίζεται και εξακτινώνεται: φιλικά και συγγενικά πρόσωπα, οικογένειες, γάμοι, κοινωνικές εκδηλώσεις, ταξίδια, επαγγελματικές δραστηριότητες συναποτελούν πράξεις του μυθιστορήματος, τα Prima Materiae, το πρωτογενές υλικό.
    Όταν κάποια στιγμή ο Λευτέρης, με πρόσχημα τις δυσκολίες ανατροφής των τριών του παιδιών, παντρεύεται την Ταξιαρχώ, γεννιούνται νέες περίπλοκες καταστάσεις, εκδηλώνονται συγκρούσεις, γίνονται συμβιβασμοί, δοκιμάζονται οι σχέσεις των ανθρώπων. Η επινόηση του γάμου είναι ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο της αφηγηματικής πλοκής του μυθιστορήματος, γιατί αποκαλύπτονται προθέσεις, ευτελή κίνητρα, και ταπεινά ένστικτα, φοβίες, όνειρα, ψυχικά πάθη, το μεγαλείο και η μικρότητα του ανθρώπου. Η συγγραφέας έχει την άνεση και τη δυνατότητα, χάρη στη μυθιστορηματική αναδιάρθρωση, να διατυπώνει σχόλια και να κάνει παρεμβάσεις. «Καταρχάς χρειαζόταν την Ταξιαρχώ δύο χρόνια ακόμα, μέχρι να τελειώσει το σχολείο η Ευδοξία, η οποία με το ζόρι πήγαινε την πρώτη ώρα. Άλλωστε την Ειρήνη σε δύο χρόνια θα την πάντρευε, άρα από άποψη χρόνου ήταν στα ίδια. Μόλις τελείωνε και η μικρή το σχολείο, θα πήγαινε για σπουδές στην Αγγλία. Θα ζούσε με τα αδέρφια της, θα ήταν και τα τρία παιδιά μαζί άρα όλα μια χαρά. Βέβαια θα ζοριζόταν κάπως οικονομικά, αλλά το εφάπαξ το είχε ακόμη άθικτο και όλο και κάτι θα έβρισκε να πουλήσει αν χρειαζόταν. Θα τα κατάφερνε. Μετά ποιος τον έπιανε. Θα μετακόμιζε οριστικά στο Αλεποχώρι, όπου σκοπίμως δεν είχε βάλει ακόμα κεντρική θέρμανση ούτε τηλεόραση, παρά τη συνεχή γκρίνια της Ταξιαρχώς. Θα της έδινε τα λεφτά του περιπτέρου, κι αν της άρεσε, ας ξεκουμπιζόταν να ζήσει στη γκαρσονιέρα της, που, λέγε λέγε, κόντευε να το πιστέψει και η ίδια πως ήταν τριάρι και ρετιρέ. Αλλά, και να μην έφευγε, σκασίλα του. Θα βολευόταν πάλι. Όταν γύριζε στην Ηλιούπολη, όλο και κάτι θα έβρισκε έτοιμο. Τέλος. «Θα ξεμπλέξω ο κιαρατάς! Αυτή τη φορά θα ξεμπλέξω οριστικά».
    Βέβαια, τον είχε βοηθήσει να μεγαλώσει τα παιδιά του. Αλλά γι’ αυτό δεν την παντρεύτηκε; Δεν τον ενδιέφερε πια το διαζύγιο, τα χρόνια είχαν  περάσει. Αρκεί που δεν θα χρειαζόταν να τη βλέπει μπροστά του και να ακούει τη γκρίνια της και τα παράπονά της για τις «αρρώστιες» της. Μήπως εκείνος δεν την είχε βοηθήσει; Και μόνο που την είχε βγάλει από την τρύπα στον τοίχο που είχε για σπίτι, μόνο που την ανέχτηκε τόσα χρόνια και ανάγκασε και τα παιδιά του να την ανεχτούν, πολύ της πήγαινε. Αρκετά» (σ.401-402).
    Τα παιδιά του Λευτέρη μεγάλωσαν και ωρίμασαν. Ο Διονύσης και η Ειρήνη σπουδάζουν στο Λονδίνο, ο Λευτέρης απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την Ταξιαρχώ, αλλά εξακολουθεί να αναζητά τη διέξοδο. Κι αυτή έρχεται απροσδόκητα: η Ταξιαρχώ πεθαίνει και επέρχεται η λύση του δράματος. Η ζωή όλων παίρνει πλέον άλλη τροπή.
    Η Λ. Παπαδοπούλου, με άρτιο νεοελληνικό λόγο, εμπλουτισμένο με γλωσσικούς ιδιωματισμούς των Μικρασιατών, με την αμεσότητα, τον ρεαλισμό των περιγραφών, τη δύναμη των διαλόγων και την τέχνη της αφήγησης, μας χάρισε ένα ευχάριστο ανάγνωσμα. Οι αναγνώστες θα κρατήσουν τη μαγεία του ταξιδιού που πάντα αρχίζει.
                                              Κ. Γ. Μαργώνης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου